- δεδώκει
- δεδώκει s. δίδωμι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
δεδώκει — δίδωμι Aër. plup ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)